ψαχουλεύω

ψαχουλεύω
ψαχουλεύω και ψαχουλάω και ψαχουλίζω ψαχούλεψα, ψαχουλεύτηκα, ψαχουλεμένος, ψάχνω επίμονα, αναζητώ επίμονα: Τι ψαχουλεύεις στο συρτάρι μου;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψαχουλεύω — ψαχουλεύω, ψαχούλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ψαχουλάω — Ν ψαχουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαχουλεύω, κατά τα νεοασυναίρετα σε άω] …   Dictionary of Greek

  • ψαχουλίζω — Ν ψαχουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαχουλεύω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πασπατεύω — πασπάτεψα, πασπατεύτηκα, πασπατεμένος 1. ψαχουλεύω, ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ: Ώρες πασπάτευα μέσα στο σκοτάδι. 2. αγγίζω, παίρνω στα δάχτυλα, ψαχουλεύω: Το βλεπαν, το πασπάτευαν και την τιμή ρωτούσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • χαμουρεύω — Ν [χαμούρα] (σχετικά με γυναίκα) ψαχουλεύω, βάζω χέρι, πασπατεύω …   Dictionary of Greek

  • χαρχαλεύω — Ν ψαχουλεύω, ψάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλ χάλι (με αναδίπλωση) < *χαλ χαλεύω < χαρχαλεύω (με ανομοίωση του λ σε ρ ), ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν …   Dictionary of Greek

  • ψαχουλευτά — Ν [ψαχουλεύω] επίρρ. (τροπ.) ψαχουλεύοντας, ψηλαφητά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”